πρασίνῳ

πρασίνῳ
πράσινος
leek-green
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πρασινώ — όω, Α [πράσινος] 1. κάνω κάτι πράσινο, το πρασινίζω 2. παθ. πρασινοῡμαι, όομαι είμαι ή γίνομαι πράσινος …   Dictionary of Greek

  • περιπρασινώ — όω, Α 1. κάνω κάτι καταπράσινο, εντελώς πράσινο 2. παθ. περιπρασινοῡμαι, όομαι (για γη) γίνομαι καταπράσινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πρασινῶ «πρασινίζω, κάνω κάτι πράσινο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”